- ὑψηγορῶν
- ὑψηγορέωtalk bigpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑψηγόρων — ὑψήγορος grandiloquent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπασμα — το (Α κόμπασμα) κομπασμός, καύχηση, καυχησιολογία, κομπαστικά λόγια («ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω η λ. στην αρχ. ελλ. απαντά κανονικώς σε πληθ. αριθμό] … Dictionary of Greek